- λεοντόκρανον
- λεοντόκρανον, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «Ἀμαζονικὸν ὅπλον».[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)-* + -κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. βού-κρανον, κιονό-κρανον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεοντόκρανον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek